- οπλότερος
- ὁπλότερος, -έρα, -ον (Α)(επικ. τ.)1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» — νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.)2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» — οι μελλοντικές γενιές, οι μεταγενέστεροι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. τού συγκριτ. βαθμού -τερος (πρβλ. κουρότερος: κοῦρος)].
Dictionary of Greek. 2013.